- σύρμα
- το, ΝΜΑ [σύρω]νεοελλ.1. μεταλλικός αγωγός ηλεκτρικής ενέργειας2. το μέρος από το οποίο περνούν συνήθως τα θηράματα3. (ως συνθηματική λέξη που χρησιμοποιείται για προειδοποίηση) προσοχή, φυλάξου4. φρ. «πολύστρεπτο σύρμα»(ηλεκτρολ.) σύρμα από πολλούς λεπτούς μεμονωμένους εξωτερικά με βερνίκι αγωγούς που είναι συνεστραμμένοι σε ελικοειδή πλέξη, το οποίο χρησιμοποιείται στις υψηλές συχνότητες για περιορισμό τών απωλειών λόγω επιδερμικού φαινομένου ή ρευμάτων Φουκώνεοελλ.-μσν.μεταλλικό νήμα κυκλικής συνήθως διατομήςμσν.-αρχ.καθετί που σύρεται καταγήςαρχ.1. θεατρική εσθήτα με μακριά ουρά2. καθετί που σαρώθηκε, όπως π.χ. άχυρο, σκουπίδι κ.ά. («ὄνους σύρματ' ἂν ἑλέσθαι μᾱλλον ἢ χρυσόν», Ηράκλ.)3. ιατρ. πιθ. είδος δερματοπάθειας κατά την οποία συμβαίνει απώλεια τής επιφάνειας τού δέρματος4. η κίνηση που γίνεται με το σύρσιμο5. ίχνη διάβασης («τοῑς σύρμασι τῶν ὄφεων», Δίων Χρυσ.)6. μουσ. η παράταση κατά την εκφώνηση τών τόνων ή φθόγγων («καταπλοκῆς, σύρματος καὶ ὅλως τῆς διὰ τῶν ὑπερβατῶν φθόγγων συμπλοκῆς», Πτολ.)7. μακρά φράση8. (σε περιφράσεις για χαρακτηρισμό μακρών πραγμάτων) α) «σύρμα... πλοκάμων» — μακριά και κυματιστά μαλλιάβ) «σύρμα τερηδόνος» — το σκουλήκι που έρπει στο ξύλογ) «σύρμα Ἀντιγόνης» — τόπος στη Θήβα όπου λεγόταν ότι η Αντιγόνη είχε σύρει το σώμα τού Πολυνείκους προς τη νεκρική πυρά τού αδελφού του Ετεοκλέους.
Dictionary of Greek. 2013.